ἀψευδία

ἀψευδία
ἀψευδ-ία, Ph. Fr.110H., Them.Or.21.257c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αψεύδεια — ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) [αψευδής] 1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια 2. η φερεγγυότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”